μινούτο

μινούτο
το
(λ. ιταλ.)
1. το λεπτό της ώρας.
2. φρ., «στο μινούτο», αμέσως, πολύ σύντομα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μινούτο — το 1. λεπτό τής ώρας 2. φρ. «στο μινούτο» στο λεπτό, στη στιγμή, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. minuto < λατ. minus «μικρός»] …   Dictionary of Greek

  • ποπολάνοι — Ονομάζονταν έτσι οι οργανωμένοι σε συντεχνίες εμποροβιοτέχνες των μεσαιωνικών πόλεων της Β. και Κεντρικής Ιταλίας, την περίοδο από τον 12o ως τον 16o αι. Στα τέλη του 12ου αι. ήρθαν σε σύγκρουση με τους φεουδάρχες και κατόρθωσαν να καταλάβουν την …   Dictionary of Greek

  • minut — MINÚT, Ă, minute, s.n., s.f. I. s.n. 1. Unitate de măsură a timpului, egală cu a şaizecea parte dintr o oră şi care cuprinde şaizeci de secunde. ♦ p. gener. Interval scurt de timp. ♢ loc. adj. şi adv. La minut = (care se execută) pe loc, imediat …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”